- μακιαβελισμός
- ο1. πολιτικό δόγμα και σύστημα που διατύπωσε ο Μακιαβέλι και που βασίζεται στη χρησιμοποίηση όλων τών μέσων εκ μέρους ενός ηγεμόνα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του2. απαράδεκτη από ηθική άποψη πολιτική3. δόλιος χαρακτήρας, αδίστακτη και ανέντιμη συμπεριφορά («ο μακιαβελισμός αυτού τού ανθρώπου είναι απίστευτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. Ιταλού πολιτικού και διανοητή τής εποχής τής Αναγέννησης Machiavelli + κατάλ. -ισμός*. Η λ., στον τ. μακιαβελλισμός, μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Μέλισσα].
Dictionary of Greek. 2013.